«Σοί λέγω, ἔγειρε καί ἆρον τόν κράβαττόν σου καί ὕπαγε εἰς τόν οἶκον σου. Καί ἠγέρθη εὐθέως, καί ἄρας τόν κράβαττον ἐξῆλθεν ἐναντίον πάντων» (Μάρκ. 2, 11-12)
«Σέ σένα το λέω, σήκω, πάρε το κρεβάτι σου και πήγαινε στο σπίτι σου». Εκείνος σηκώθηκε αμέσως, πήρε το κρεβάτι του και μπροστά σ’ όλους βγήκε έξω.
«Σοι λέγω». Λόγος θεϊκός. Λόγος αρχοντικός. Λόγος μεγαλοσύνης. Λόγος κυριαρχικός. Λόγος αγάπης τρυφερής, μα και αποφασιστικής. Λόγος που δεν χωρά ούτε καν λογισμό αμφιβολίας. Λόγος που φέρνει ως μοναδική απάντηση το «ευθέως». Είναι ο λόγος του Θεανθρώπου προς τον παραλυτικό της Καπερναούμ. Ο λόγος του δωρεοδότη της υγείας προς τον αδύναμο και ασθενή. Του κινούμενου προς τον άνθρωπο και εξιστάμενου εκ της φύσεώς Του για να προσλάβει την δική μας Θεού. Του Θεανθρώπου που συναντά τον πεπτωκότα, φθαρέντα, νικημένο από την ίδια του την φύση άνθρωπο. Όπως διά του λόγου του Θεού τα πάντα εγεννήθησαν, καθώς ο λόγος γίνεται ενέργεια, πλην του ανθρώπου, στον οποίο εκτός από τον λόγο ο Θεός έβαλε και μία ξεχωριστή κίνηση, την κατ᾽ εικόνα και καθ᾽ ομοίωσιν πλάση του ανθρώπου, έτσι και εδώ με τον ερχομό του Χριστού, ο λόγος θεραπεύει, δίνει δηλαδή μια καινούργια γέννηση στους ανθρώπους όταν έχει να κάνει με την αποκατάσταση της φύσης μας, ενώ για την διάλυση της φθοράς μας, για την ανάπλασή μας, ο Χριστός θα σηκώσει ο Ίδιος τον Σταυρό του θανάτου, θα κάνει μία κίνηση πέρα από τον λόγο, δίδοντάς μας τον τρόπο της αυθεντικής ύπαρξης.
«Σοι λέγω». Δεν λογαριάζει την στάση των γραμματέων, για τους οποίους είναι αδιανόητο ένας Θεός να ασχολείται με τους αμαρτωλούς ανθρώπους, όπως θεωρούσαν όσους είχαν βαρύτατα νοσήματα. Δεν λογαριάζει την αμφισβήτηση των ανθρώπων της θρησκείας προς το πρόσωπό Του. Ότι δεν Τον αποδέχονται ως Υιό του Θεού. Δεν λογαριάζει την άρνησή τους να αγαπήσουν. Να χαρούν με την άφεση των αμαρτιών που παίρνει ο συνάνθρωπός τους, διότι πιστεύουν σε έναν Θεό της καθαρότητας και της τυπολατρίας, έναν Θεό που βλέπει μόνο την εξωτερική συμπεριφορά, το να είναι κάποιος «εντάξει» με τα λόγια της Γραφής, ακόμη κι αν η καρδιά είναι άδεια από αγάπη. Δεν είναι ότι τους περιφρονεί. Συζητά μαζί τους. Τους αποδεικνύει τον λανθασμένο τρόπο σκέψης και ζωής και κάνει το θαύμα τελικά, για να τους οδηγήσει στην μετάνοια, ακόμη κι αν γνωρίζει ότι δεν θα αδράξουν την ευκαιρία.
«Σοι λέγω». Μιλώντας στον παραλυτικό, απευθύνεται και στους φίλους του, οι οποίοι αποστεγάζουν τη στέγη, για να τον κατεβάσουν ενώπιον του Χριστού, αφορμώμενοι από την αγάπη για τον φίλο τους, αλλά και από την πίστη στον Θεάνθρωπο, χωρίς να λογαριάσουν τον θόρυβο, την αποδοκιμασία από τους άλους ανθρώπους, την πιθανή οργή του ιδιοκτήτη του σπιτιού. Απευθύνεται σ’ αυτούς απορώντας με χαρά για την δύναμη της πίστης τους. Μιλώντας στον παραλυτικό είναι σαν να λέει και σε κείνους ότι το θαύμα της θεραπείας είναι επιδοκιμασία της αγάπης και δώρο χαράς σ᾽ αυτούς που το ζητούν με τρόπο σιωπηλό, καθώς δεν είπαν τίποτα στον Χριστό, μα έμπρακτο. Η άρση της παραλυσίας του φίλου τους είναι κι ένα σημάδι ότι για τον Χριστό τίποτα δεν είναι αδύνατο, αλλά όταν υπάρχει η αγάπη, τότε τίποτα δεν μπορεί να κρατήσει τον άνθρωπο στην φθορά.
«Σοι λέγω». Ο Χριστός διά της Εκκλησίας μάς καλεί και σήμερα με τον δικό Του αυθεντικά αρχοντικό τρόπο, μέσα από την κοινωνία με το πρόσωπό Του, να διαπιστώσουμε σε ποια κατηγορία ανθρώπων ανήκουμε. Σ᾽ αυτούς που έχουμε συναίσθηση της φθοράς μας, σ᾽ αυτούς που βλέπουμε ότι η ανθρώπινη φύση μάς οδηγεί στην παράδοση στα πάθη και τις εγωκεντρικές επιθυμίες οι οποίες μας κλείνουν στον εαυτό μας και δεν μας αφήνουν να περπατήσουμε προς τους άλλους και ότι χρειαζόμαστε και σταμάτημα της φθοράς και ανάπλαση αιωνιότητας; Σ᾽ αυτούς που νομίζουμε ότι όλα είναι εντάξει, από την στιγμή που δεν έχουμε βαριά αμαρτήματα ή τηρούμε τυπικά τίς εντολές του Θεού, χωρίς όμως η καρδιά μας να αγαπά, ιδιαιτέρως όσους δυσκολεύονται να είναι κοντά στον Θεό, όσους νιώθουν μοναχικότητα, όσους η ύπαρξή τους έχει παραλύσει από το ψεύτικο του κόσμου, είτε το κατανοούν είτε όχι; Σ᾽ αυτούς που νιώθουμε ότι δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι άλλο στην ζωή από το να εμπιστευόμαστε τον Θεό, να αγαπούμε έμπρακτα, ακόμη και με προσωπικό κόστος, να γινόμαστε φίλοι με τους πονεμένους, αφήνοντας την αγάπη να καλύπτει πλήθος αμαρτιών;
Η αυθεντική απάντηση στο «σοι λέγω» του Χριστού είναι το «ευθέως». Στην ζωή της Εκκλησίας η συγκαταβατική, έμπρακτη, ταπεινή αγάπη μιας καρδιάς μετανοούσας, που μέσα της έχει ως νόημα την πίστη στον Θεάνθρωπο. Ας ακούμε με τα ώτα της καρδίας τα μηνύματα της ανάπλασης της φύσης μας, του σταματήματος της φθοράς, του νέου ξεκινήματος της κοινωνίας με τον Χριστό!