ΤΑ ΘΕΛΩ ΟΛΑ
“Συναγαγών ἅπαντα ὁ νεώτερος υἱός ἀπεδήμησεν εἰς χώραν μακράν…τέκνον σύ πάντοτε μετ᾽ έμοῦ εἶ, καί πάντα τά ἐμά σά ἐστιν” (Λουκ. 15, 13 καί 31)
“Ο μικρότερος γιος τα μάζεψε όλα κι έφυγε σε χώρα μακρινή…παιδί μου, εσύ είσαι πάντοτε μαζί μου και ό,τι είναι δικό μου είναι και δικό σου”
Οι άνθρωποι έχουμε έντονο μέσα μας το αίσθημα της κτητικότητας. Μετράμε τι μας ανήκει και όχι μόνο ως προς τα υλικά. Μετράμε δικαιώματα. Την θέση που έχουμε στην ζωή, την εκτίμηση, την καρδιά των άλλων. Τα θέλουμε όλα δικά μας. Δεν συμβιβαζόμαστε εύκολα με κάτι λιγότερο από το “τα πάντα”. Συχνά ασφυκτιούμε μέσα σε περιβάλλοντα στα οποία αισθανόμαστε ότι η αξία μας δεν αναγνωρίζεται. Ότι αυτό που μας ανήκει, δεν μας δίδεται: από την ελευθερία, την οποία ταυτίζουμε με το δικαίωμα να κάνουμε ό,τι μας ευχαριστεί πραγματικά και να έχουμε όποιον και ό,τι θέλουμε, μέχρι και την δυνατότητα να αξιοποιήσουμε αυτό που μας υπόσχονται, όσοι γνωρίζουμε ότι έχουν ρυθμιστικό ρόλο στην ζωή μας: οι γονείς αρχικά, οι συνάδελφοι στην εργασία, οι προϊστάμενοί μας, οι φίλοι, αυτοί που συνυπάρχουμε. Γι᾽ αυτὀ και συχνά αισθανόμαστε τον πειρασμό είτε να τα μαζέψουμε όλα και να φύγουμε από το περιβάλλον στο οποίο ζούμε είτε με μισή καρδιά να παραμένουμε, διότι δεν τολμούμε ή υπολογίζουμε σε μελλοντικά κέρδη διά της υπομονής, που δεν είναι όμως της καρδιάς, αλλά του συμφέροντος.
Ανάλογη κάποτε είναι και η σχέση μας με τον Θεό. Αισθανόμαστε σ᾽ αυτήν την σχέση ότι ο Θεός ζητά και μόνο με την παρουσία Του τα πάντα, αποστερώντας μας από την δυνατότητα να χαρούμε την ζωή. Να αξιοποιήσουμε το μυαλό μας. Να κάνουμε το σώμα μας να χαρεί. Να μετάσχουμε στα αγαθά του πολιτισμού. Να έχουμε ως γνώμονά μας τις επιθυμίες μας. Να μην φοβόμαστε τον έλεγχό Του. Έτσι, συνειδητά ή ασυνείδητα, μαζεύουμε τα πάντα από όσα δικαιούμαστε, διότι και ο Θεός μας έχει δώσει δικαιώματα, μόνο που εμείς δεν κατανοούμε ότι κονά Του μπορούμε να τα ζήσουμε, χωρίς και να χάσουμε ό,τι μας αναλογεί από πραγματική χαρά της ζωής που είναι η αγάπη, και φεύγουμε στην χώρα του κόσμου. Δεν μπορούμε να αντέξουμε την αγάπη του Θεού, την αισθανόμαστε έλεγχο, και πλέουμε στο πέλαγος του πολιτισμού, της επιστήμης, της επιθυμίας για ηδονή, θέλοντας να κρύψουμε από την καρδιά μας ότι ο Θεός δεν μας στερεί, αλλά νοηματοδοτεί κάθε τι που υπάρχει στον κόσμο και το διαφυλάσσει από το να γίνει αυτάρκεια, δηλαδή να το θεωρήσουμε ότι υπάρχει για πάντα. Κλείνουμε την πόρτα στο σπίτι του Θεού που είναι η Εκκλησία και απολαμβάνουμε την άσωτη ζωή μας. Μόνο που η αυτάρκεια έχει τέλος: την στέρηση νοήματος καθώς βλέπουμε τον χρόνο να περνά, την ζωή να τελειώνει και την μοναξιά της ύπαρξης να μην μπορεί να λυτρωθεί στα ξυλοκέρατα των καιρών.
Υπάρχει όμως πάντοτε και μια άλλη κατηγορία ανθρώπων. Είναι εκείνοι που ενώ δεν φεύγουν από τον Θεό, εντούτοις δεν μπορούν να χαρούν την ζωή που ζούνε κοντά Του. Φοβούνται να δοκιμάσουν την χαρά της κοινωνικότητας, της αγάπης, του μοιράσματος. Έχουν μέσα τους ένα διαρκές “πρέπει”, ένα διαρκές “μη”, μην τυχόν και χαλάσει η εικόνα τους έναντι του Θεού, αν φανούν χοϊκοί. Αν φανούν παιδιά που αποκαλύψουν τις επιθυμίες των καρδιών τους στον πατέρα τους. Φοβούνται έναν Θεό, ο Οποίος στην πραγματικότητα δεν υπάρχει όπως τον σκέπτονται, γιατί είναι Θεός συγκατάβασης, αγάπης, ελπίδας και όχι άτεγκτης δικαιοσύνης. Θα Τον ήθελαν δίκαιο, για να ανταμείβει συνεχώς τους κόπους τους να καταπνίξουν το πρόσωπό τους. Θα Τον ήθελαν δίκαιο, για να καταδικάζει τους άλλους, τους αμαρτωλούς, τους άσωτους, και να δικαιώνει τους ίδιους. Θα Τον ήθελαν δίκαιο, για να τους επιτρέπει αυτό που δικαιούνται, ενώ δεν τους το έχει απαγορεύσει ποτέ. Τα έχουν όλα δικά τους, αλλά φοβούνται να τα χαρούν!
Και οι δύο κατηγορίες ανθρώπων τα έχουν όλα εκ του Θεού. Το κυριότερο: την σωτηρία να είναι είναι παιδιά Του. Την δωρεά της υιοθεσίας κατά χάριν. Στην μία λείπει η ταπείνωση να μείνουν κοντά Του και να χαρούνε την πληρότητα της αγάπης. Η περιπέτεια της ζωής όμως αφήνει περιθώρια για επιστροφή. Ακόμη κι αν έχουν χάσει τα πάντα, ο Θεός-Πατέρας τους τα ξαναδίνει, όχι για την μετάνοια μόνο, αλλά για την ταπείνωση που δείχνουν να Τον εμπιστευθούν καρδιακά, κυρίως στα πάντα των λαθών τους. Στην άλλη η ταπείνωση της παραμονής είναι ψεύτικη, διότι την αισθάνονται ως καταναγκασμό. Και γι᾽ αυτό κατακρίνουν. Έτσι, ενώ έχουν τα πάντα, δεν αγαπούνε τον Δωρεοδότη, αλλά Τον θεωρούν ως μέσο για να διατηρήσουν τα προνόμια, χωρίς να μπορούν να ξεφύγουν από ένα αίσθημα μιζέριας, διότι είναι αναγκασμένοι να είναι παιδιά Του. Κι έτσι είναι ικανοί να απαιτούν την πρωτοκαθεδρία κοντά Του, χωρίς τελικά να Τον αγαπούν αληθινά. Απλώς, υπολογίζουν την μέλλουσα ζωή και το όνομά τους.
Η παραβολή του Ασώτου Υιού είναι μία διαρκής υπενθύμιση σε όλους μας να αφηνόμαστε στην αγάπη, την ταπείνωση, την μετάνοια, να μπορούμε να χαρούμε την σχέση μας με τον Θεό ως παιδιά Του, να μην αυτοδικαιωνόμαστε, αλλά να πλαταίνει η καρδιά μας και να χωρά όλο τον κόσμο, ιδίως τους ασώτους, και να μην διαλέγουμε θρησκευτικά τον Θεό ως δικαστή και τηρητή του νόμου, αλλά ως Πατέρα που αγαπά, συγχωρεί και περιμένει δίπλα Του τους πάντες.
Αυτός είναι και ο δρόμος για γνήσιες ανθρώπινες σχέσεις. Η αγάπη είναι τα πάντα, δίνει τα πάντα, συγχωρεί τα πάντα, αφήνει την περιπέτεια της ελευθερίας και μας αφήνει να χαρούμε γι᾽ αυτό που είμαστε και γι᾽ αυτό που μπορούμε να γίνουμε: παιδιά στην καρδιά, αποφασισμένα για να επιστρέφουμε εκεί όπου μας αγαπούνε αληθινά!