«Τό αἷμα τοῦ Χριστοῦ…καθαριεῖ τήν συνείδησιν ὑμῶν ἀπό νεκρῶν ἔργων εἰς τό λατρεύειν Θεῷ ζῶντι»
( ῾Εβρ. 9, 14)
Τά ἀναγνώσματα τῆς σημερινῆς ἡμέρας, ἐν ὄψει τοῦ ἐπικειμένου τέλους τῆς Σαρακοστῆς, εἶναι εὐνόητο ὅτι ἀναφέρονται στή Σταυρική θυσία τοῦ Κυρίου, τό μέν εὐαγγελικό στήν προαναγγελία τοῦ Πάθους καί τῆς ᾽Αναστάσεώς Του, τό δέ ἀποστολικό στό σωτηριῶδες ἀποτέλεσμα πού ἔφερε τό αἷμα τοῦ Κυρίου ἐπί τοῦ Σταυροῦ, τήν κάθαρση τῆς συνειδήσεως τῶν ἀνθρώπων, ὥστε νά μποροῦν νά λατρεύουν τόν ζωντανό καί ἀληθινό Θεό. «Τό αἷμα τοῦ Χριστοῦ…καθαριεῖ τήν συνείδησιν ὑμῶν ἀπό νεκρῶν ἔργων εἰς τό λατρεύειν Θεῷ ζῶντι».
1. ῾Η λατρεία τοῦ ζωντανοῦ Θεοῦ εἶναι λοιπόν κατά τόν ἀπόστολο τό ἀποτέλεσμα τῆς σταυρικῆς θυσίας τοῦ Κυρίου. Αὐτό πού δέν μποροῦσε νά πράξει ὁ ἄνθρωπος μέχρι τόν ἐρχομό ᾽Εκείνου, νά δεῖ καί νά λατρεύσει τόν ἀληθινό Θεό, λόγω τῆς ἁμαρτίας πού ὡς φράγμα εἶχε τεθεῖ μεταξύ αὐτοῦ καί τοῦ Δημιουργοῦ του, γίνεται πραγματικότητα μέ τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Κυρίου, κατεξοχήν δέ μέ τό Πάθος Του ἐπί τοῦ Σταυροῦ, (Γέννηση καί Σταυρός εἶναι ἄμεσα συνδεδεμένα), ἐπί τοῦ ῾Οποίου «αἴρει τήν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου», «καταργεῖ τό σῶμα τῆς ἁμαρτίας ἐν τῇ σαρκί Αὐτοῦ» καί συνεπῶς καταλάσσει, συμφιλιώνει τόν ἄνθρωπο μέ τόν Θεόν Πατέρα. ῾Ο ἄνθρωπος πιά ἐν Χριστῷ, ἐνσωματωμένος σέ ᾽Εκεῖνον, μπορεῖ νά σχετιστεῖ μέ τόν Θεό, μπορεῖ δηλαδή ἐν Πνεύματι ἁγίῳ νά κράξει «ἀββᾶ, ὁ Πατήρ», νά πεῖ τόν Θεό «Πατέρα», ἔχοντας παρρησία ἐνώπιόν Του, γιατί καθάρισε τήν ζοφωμένη εἰκόνα Αὐτοῦ στήν συνείδησή του ὁ ἴδιος ὁ Κύριος, συνεπῶς ἄνοιξε ἐκ νέου τόν ἀπαρχῆς προορισμό τοῦ ἀνθρώπου, τήν ὁμοίωσή του μέ τόν Θεό.
Κι εἶναι τοῦτο ἡ βασικότερη ἀλήθεια τῆς πίστεώς μας, ἡ ὁποία ἀπό τή μία τονίζει τόν ἀπόλυτο καί μοναδικό χαρακτήρα τῆς ἐν Χριστῷ σωτηρίας – «οὐκ ἔστιν ἐν ἄλλῳ οὐδενί ἡ σωτηρία», καί: «᾽Εγώ εἰμι ἡ θύρα, δι᾽ ἐμοῦ ἐάν τις εἰσέλθῃ σωθήσεται» – ἀπό τήν ἄλλη ἐνῶ ἀναγνωρίζει τά θετικά στοιχεῖα τῆς κάθε θρησκείας ὡς ἀναζήτησης τοῦ ἐσκοτισμένου ἀνθρώπου πρός εὕρεση τοῦ Θεοῦ, θεωρεῖ ὅτι οἱ θρησκεῖες ὁδηγοῦν τούς ἀνθρώπους τελικῶς σέ ἀδιέξοδο, διότι λατρεύουν «δαιμονίοις καί οὐ Θεῷ», ἤ τά ἀποθεωμένα ἀπό τούς ἀνθρώπους ψεκτά πάθη τους. Κατά τόν λόγο τοῦ ἴδιου τοῦ Κυρίου «πάντες ὅσοι ἦλθον πρό ἐμοῦ κλέπται εἰσί καί λησταί», συνεπῶς ὁ βόρβορος τῶν παθῶν τοῦ ἀνθρώπου ἐξακολουθεῖ καί ὑφίσταταται σ᾽ αὐτόν, μέχρις ὅτου βρεῖ τόν Κύριο καί καθαριστεῖ ἀπό τό Πνεῦμα Του.
2. Κι εἶναι γνωστό βεβαίως ὅτι μιλώντας γιά κάθαρση τῆς συνειδήσεως ὡς ἀποτέλεσμα τῆς σταυρικῆς θυσίας τοῦ Κυρίου ἐννοοῦμε τήν ἐπί προσωπικοῦ ἐπιπέδου βίωσή της, ἡ ὁποία προϋποθέτει τήν ἔνταξη τοῦ πιστοῦ στό σῶμα τοῦ Χριστοῦ τήν ᾽Εκκλησία. Θέλουμε νά ποῦμε ὅτι βεβαίως ὁ Κύριος ὡς ὁ ἐνανθρωπήσας Θεός «ἦρε τήν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου» ἐπί τοῦ Σταυροῦ, λυτρώνοντας τόν ἄνθρωπο σέ ἕνα γενικό ἐπίπεδο, ὅμως ἡ ἐνεργοποίηση τῆς λύτρωσης αὐτῆς γιά τόν κάθε ἄνθρωπο μεμονωμένα πραγματοποιεῖται ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἐνσωματωθεῖ στόν Χριστό μέ τήν δύναμη τοῦ ἁγίου Πνεύματος διά τοῦ ἁγίου βαπτίσματος καί τοῦ ἁγίου χρίσματος. ῞Οποια δωρεά λοιπόν ἀπέρρευσε ἀπό τόν Σταυρό, αὐτή γίνεται μεθεκτή στόν πιστό προσωπικά μέ τά παραπάνω μυστήρια, ἐνῶ ἐπεκτείνεται καί ἐπαυξάνεται κάθε φορά πού ὁ πιστός ἐν μετανοίᾳ μετέχει στό σῶμα καί τό αἷμα τοῦ Κυρίου μέ τό μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας. Κι αὐτό θά πεῖ ὅτι ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου ἐκτός ἀπό χριστολογικό, ἔχει σαφῶς καί ἐκκλησιολογικό χαρακτήρα.
3. ῎Ετσι ἡ κάθαρση τῆς συνειδήσεως ὡς ἀπαλλαγή ἀπό τήν ἀναγκαστική φορά πρός τήν ἁμαρτία – ὅ,τι ὀνομάζουμε συνέχεια τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος καί τῆς φθορᾶς συνεπῶς πού φέρνει αὐτό – θεωρεῖται ὅρος γιά νά σχετίζεται ὁ ἄνθρωπος μέ τόν Θεό. Θεός καί βρώμικη συνείδηση ἐκ τῶν πραγμάτων εἶναι πραγματικότητες ἀσυμβίβαστες. ῾Ο ἀπόλυτα καθαρός Θεός ἐπαναπαύεται μόνο στήν καθαρή ἀπό τίς ἁμαρτίες συνείδηση τῶν ἁγίων Του. Κι αὐτό σημαίνει ὅτι ναί μέν καθαρίστηκε ἅπαξ ἡ συνείδηση τοῦ ἀνθρώπου διά τοῦ μυστηρίου τοῦ βαπτίσματος, διά τοῦ ὁποίου ὅπως εἴπαμε γεύεται ὁ ἄνθρωπος τή δωρεά τῆς ἀπαλλαγῆς ἀπό τήν ἁμαρτία ἐν τῷ αἵματι τοῦ Κυρίου, ὅμως ἐλλοχεύει ἀδιάκοπα ὁ κίνδυνος στήν ζωή αὐτή ἐκπτώσεως καί πάλι στήν ἁμαρτία καί συνεπῶς ἀμαυρώσεως τῆς συνειδήσεως. ῾Η λήθη δυστυχῶς, ἡ λησμονιά δηλαδή τῶν δωρεῶν τῆς πίστεως, εἶναι ἡ μόνιμη ἀπειλή γιά τό μέλος τοῦ Χριστοῦ. Λίγο νά μήν προσέξει ὁ πιστός ἐκπίπτει ἀπό τό ὕψος τῆς θέσης του ὡς προέκτασης τοῦ Χριστοῦ καί φανέρωσής Του μέσα στόν κόσμο, πολύ περισσότερο μάλιστα ὅταν εἶναι δεδομένη καί ἡ ἐναντίωση σέ αὐτόν τοῦ πονηροῦ διαβόλου, πού κατά τόν ἀπόστολο Πέτρο «ὡς λέων ὠρυόμενος περιπατεῖ ζητῶν τίνα καταπίῃ».
῾Η καθαρή συνείδηση λοιπόν ἐνῶ θεωρεῖται κάτι δεδομένο γιά τόν πιστό λόγω τοῦ ἁγίου βαπτίσματος, ἀποτελεῖ ταυτοχρόνως καί ἕνα μόνιμο ζητούμενο. Κι αὐτό τό ζητούμενο συνιστᾶ αὐτό πού ὀνομάζεται πνευματική καί ἀσκητική ζωή στήν ᾽Εκκλησία. Μέ ἄλλα λόγια ὅλη ἡ προσπάθεια τοῦ πιστοῦ χριστιανοῦ ἀφότου ἐνσωματώθηκε στήν ᾽Εκκλησία εἶναι πῶς θά διακρατήσει τήν καθαρότητα τῆς συνειδήσεώς του, πῶς δηλαδή θά διακρατήσει τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ πού τοῦ δόθηκε στό βάθος τῆς καρδιᾶς του, ὥστε νά ζεῖ τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ, νά λατρεύει τόν ζωντανό Θεό κατά τήν ἀρχική διατύπωση τοῦ ἀποστόλου.
4. Κι ἐννοεῖται ὅτι μιλώντας μέ τόν τρόπο αὐτόν γιά τή συνείδηση τοῦ πιστοῦ, ἀπό τήν καλή ἤ τήν κακή κατάσταση τῆς ὁποίας ἐξαρτᾶται ἡ παρουσία τοῦ Θεοῦ στήν ὕπαρξή του, τήν κατανοοῦμε μέ τήν πνευματική της διάσταση. Δέν ἐννοοῦμε δηλαδή ὡς συνείδηση μόνο τήν ψυχολογική ἐκδοχή της: τήν αἴσθηση καί ἐπίγνωση γιά παράδειγμα τοῦ ἑαυτοῦ ὡς ξεχωριστῆς ὀντότητος στόν κόσμο, διότι ναί μέν ἡ ἐκδοχή αὐτή εἶναι αὐτονόητα δεκτή, δέν εἶναι ὅμως ἐπαρκής γιά τήν θεολογία τῆς ᾽Εκκλησίας μας. Γιά τήν ᾽Εκκλησία μας ἡ συνείδηση θεωρήθηκε ἐξαρχῆς τῆς δημιουργίας παράλληλα μέ τήν φύση τό σκαλοπάτι πού ὁδηγεῖ σέ εὕρεση τοῦ Θεοῦ. ῞Οπως δηλαδή διά τῆς φύσεως ὁδηγούμαστε σέ δοξολογία τοῦ Θεοῦ, ἔτσι καί μέ τήν συνείδηση: δόθηκε στόν ἄνθρωπο ἀπό τόν Θεό γιά νά μπορεῖ νά στήνει τήν σχέση του μέ ᾽Εκεῖνον. «Δύο διδάσκαλοι γεγόνασιν ἡμῖν ἐξαρχῆς, ἡ κτίσις καί τό συνειδός» κατά τόν ἀββᾶ Δωρόθεο.
Γιά νά πεῖ ὁ ἴδιος βιβλικοπατερικά πιό συγκεκριμένα: «῞Οταν ὁ Θεός ἔπλασε τόν ἄνθρωπο, ἔσπειρε μέσα του κάτι τό θεῖο, ἕναν ζωηρό καί φωτεινό λογισμό πού ἦταν σάν σπινθήρας, φώτιζε τόν νοῦ καί τοῦ ἔδειχνε νά διακρίνει τό καλό καί τό κακό. Τοῦτο καλεῖται συνείδηση, πού εἶναι ὁ φυσικός νόμος. Αὐτόν τόν νόμο, δηλαδή τήν συνείδηση, ἀκολουθώντας οἱ πατριάρχες καί ὅλοι οἱ ἅγιοι πρίν ἀπό τόν γραπτό νόμο εὐαρέστησαν τόν Θεό. ῞Οταν αὐτή καταχώθηκε καί καταπατήθηκε ἀπό τούς ἀνθρώπους προοδευτικῶς διά τῆς ἁμαρτίας, χρειαστήκαμε τόν γραπτό νόμο, χρειαστήκαμε τούς ἁγίους προφῆτες, χρειαστήκαμε τήν ἴδια τήν ἐπιδημία τοῦ Δεσπότη μας ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ γιά νά τήν ξεσκεπάσει καί νά τήν ἀνοικοδομήσει, γιά νά ἀναζωογονήσει ἐκεῖνον τόν καταχωσμένο σπινθήρα διά τῆς φυλάξεως τῶν ἁγίων ἐντολῶν του. Στό χέρι μας λοιπόν εἶναι τώρα πιά ἤ νά τήν καταχώσουμε πάλι ἤ νά τήν ἀφήσουμε νά λάμπει καί νά μᾶς φωτίζει, ἐάν πειθόμαστε σ᾽ αὐτήν…῎Ας προσπαθήσουμε λοιπόν νά φυλάξουμε τήν συνείδησή μας, ὅσο εἴμαστε σ᾽ αὐτόν τόν κόσμο, χωρίς νά τῆς δώσουμε χῶρο νά μᾶς ἐλέγξει γιά κάτι, χωρίς νά τήν καταπατοῦμε σέ κάτι, ἀκόμη κι ἄν εἶναι ἐλάχιστο. Διότι γνωρίζετε ὅτι ἀπό τά μικρά αὐτά καί θά λέγαμε εὐτελῆ ἐρχόμαστε στήν καταφρόνηση καί τῶν μεγάλων».
Νά λατρεύουμε σωστά τόν ἀληθινό Θεό μας. Δηλαδή νά ζοῦμε σωστά τήν ἐκκλησιαστική καί μυστηριακή ζωή. ᾽Αλλά μέ παράλληλο ἀγώνα ἐπιμέλειας τῆς συνειδήσεώς μας: «ὡς πρός τόν Θεό, ὡς πρός τόν συνάνθρωπο, ὡς πρός τά πράγματα» (ἀββᾶς Δωρόθεος), πού σημαίνει ἀγώνα πάνω στήν ὁδό τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ καί στή μετάνοια. Χωρίς τόν ἀγώνα αὐτόν ἡ συνείδηση δέν μᾶς μιλᾶ, ἤ κι ἄν μᾶς μιλᾶ, καθοδηγεῖ λανθασμένα. Τή μετάνοια αὐτή ὡς διαρκές πνευματικό βίωμα πού καθαρίζει τή συνείδησή μας προβάλλει πάντοτε ἡ ᾽Εκκλησία μας, κατεξοχήν σήμερα μέ τό συγκλονιστικό παράδειγμα τῆς ὁσίας Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας. Μέσα στήν ἀσωτία βουτηγμένη αὐτή ἐπί δεκαετίες, ἀνταποκρίθηκε στήν κλήση μετανοίας τοῦ Θεοῦ, ἐπιμελήθηκε τή συνείδησή της, τήρησε τίς ἐντολές τοῦ Χριστοῦ, κοινώνησε τῶν ἀχράντων μυστηρίων, γι᾽ αὐτό καί ἀναδείχθηκε σέ ἐξαίρετο μέλος τῆς ᾽Εκκλησίας πού λατρεύει ἀέναα πιά τόν ζωντανό Θεό καί πρεσβεύει καί γιά ἐμᾶς.