῾᾽Αποθώμεθα τά ἔργα τοῦ σκότους καί ἐνδυσώμεθα τά ὅπλα τοῦ φωτός᾽ (Ρωμ. 13, 12)
α. Μετά τήν προετοιμασία τῶν τριῶν εἰσαγωγικῶν γιά τήν Μ. Τεσσαρακοστή ἑβδομάδων, ὅπου διαρκῶς ἡ ᾽Εκκλησία μας πρόβαλλε τήν μετάνοια ὡς τόν μοναδικό δρόμο ὀρθῆς βίωσης τῆς εὐλογημένης αὐτῆς περιόδου, ἔρχεται σήμερα, παραμονή τῆς εἰσόδου μας στήν Τεσσαρακοστή μέ τήν Κυριακή τῆς Τυροφάγου καί μάλιστα διά τοῦ ἀποστολικοῦ ἀναγνώσματος νά διασαλπίσει ἔντονα ἐκεῖνο κυρίως τό λόγιο τοῦ ἀποστόλου Παύλου πού μπορεῖ νά θεωρηθεῖ ἡ σφραγίδα τῆς περιόδου, τό ῾σύνθημα᾽ κυριολεκτικά τῶν πιστῶν πού πρέπει διαπαντός νά ἔχουμε πρό ὀφθαλμῶν καί μέσα στήν καρδιά μας: ἡ κλήση γιά ἀποτίναξη τῶν σκοτεινῶν ἁμαρτωλῶν ἔργων μας καί γιά ἔνδυσή μας μέ τά ὅπλα τοῦ φωτός. ῾᾽Αποθώμεθα τά ἔργα τοῦ σκότους καί ἐνδυσώμεθα τά ὅπλα τοῦ φωτός᾽.
β. 1. Τό πρῶτο βεβαίως πού μᾶς ἐπισημαίνει ὁ ἀπόστολος εἶναι νά ἀποδεχθοῦμε ὅτι πολύ συχνά βρισκόμαστε σέ κατάσταση σκότους, δηλαδή ἁμαρτίας, γι᾽ αὐτό καί τά ἔργα μας εἶναι ἔργα ἁμαρτωλά. Κι εἶναι γεγονός ὅτι δέν ὑπάρχει ἄνθρωπος καί μάλιστα Χριστιανός, πού νά μήν ὁμολογεῖ μέ εὐκολία τήν ἁμαρτωλότητά του σ᾽ ἕνα γενικό καί ἀόριστο ἐπίπεδο. ῾Καί ποιός δέν εἶναι ἁμαρτωλός;᾽ ἀκοῦμε ἀπό τόν καθένα στήν ὅποια συζήτηση πού μποροῦμε νά κάνουμε μαζί του. Μία τέτοια ὁμολογία ὅμως πού καλύπτεται κάτω ἀπό τήν ἀοριστολογία καί τήν γενικολογία δέν φαίνεται νά εἶναι αὐτό πού ἔχει κατά νοῦ ὁ ἀπόστολος. Καί τοῦτο γιατί ἡ ἀόριστη ἀποδοχή τῆς ἁμαρτωλότητός μας κατά πᾶσα πιθανότητα λειτουργεῖ ὡς ἄλλοθι τῆς ἴδιας τῆς ἁμαρτίας μας, ἀφοῦ τελικά ὅλοι τό…ἴδιο κάνουμε καί στήν ἴδια κατάσταση βρισκόμαστε. Μέ ἄλλα λόγια ὁμολογοῦμε τήν ἁμαρτωλότητα τῆς ἀνθρώπινης φύσης μας γιά νά τή δικαιώσουμε ὡς κάτι τό φυσικό!
- Ὁ ἀπόστολος ὅμως μέ τήν πρόσκλησή του ν᾽ ἀποτινάξουμε τά ἔργα τοῦ σκότους καί τῆς ἁμαρτίας δίνει δραματικό χαρακτήρα στόν λόγο του: ὅ,τι κάνουμε, ὅ,τι λέμε, ὅ,τι ἀκόμη σκεφτόμαστε, ἄν εἶναι ἀποκομμένο ἀπό τόν Χριστό, τήν πηγή τοῦ φωτός, εἶναι ἁμαρτία καί ἄρα σκοτάδι. Τελικῶς, ὁ μή ἐν Χριστῷ ἐνεργῶν ζεῖ καί κινεῖται στήν ἀνυπαρξία, ἔστω κι ἄν φαίνεται σπουδαῖο καί σημαντικό αὐτό πού ἐπιτελεῖ στόν κόσμο. Κι ἴσως ἡ ἐποχή μας εἶναι τέτοια ἐποχή ἀνυπαρξίας ἀπό πλευρᾶς πνευματικῆς, ἀφοῦ ὄχι μόνον οἱ ἐκτός τῆς ᾽Εκκλησίας, ἀλλά πολλές φορές καί οἱ ἴδιοι οἱ Χριστιανοί ζοῦμε καί συμπεριφερόμαστε σά νά μήν ἔχουμε καμμία σχέση μέ τόν Χριστό, σάν νά εἴμαστε στήν πρό Χριστοῦ ἀκόμη ἐποχή. Πρόκειται δυστυχῶς γιά τήν κατάσταση τῆς ἐκκοσμίκευσης, ὅπως ἔχει ἐπισημανθεῖ πρό πολλοῦ, κατά τήν ὁποία ἔχει ἀποδεσμευτεῖ ἡ ζωή μας ἀπό τήν παρουσία τοῦ Χριστοῦ καί συνεπῶς ἡ ἀθεΐα μέ τήν πρακτική της μορφή εἶναι τό γνώρισμα τῆς ζωῆς μας.
Ἡ τραγικότητα ὅμως τῆς καταστάσεως αὐτῆς ἔχει ὑποδειχθεῖ ἤδη ἀπό τόν Κύριο: εἶναι ζωή ἐν θανάτῳ. ᾽Εκεῖνος πού δέν προσδιορίζεται στή ζωή του ἀπό τίς προϋποθέσεις τοῦ Χριστοῦ στήν πραγματικότητα εἶναι νεκρός. Τά λόγια τοῦ ῎Ιδιου ἐν προκειμένῳ ἠχοῦν πολύ ξερά καί πένθιμα: ῾῎Αφες τούς νεκρούς θάψαι τούς ἑαυτῶν νεκρούς᾽. Εἶναι νεκρός ὅποιος δέν Τόν ἀποδέχεται καί δέν θέλει νά Τόν ἀκολουθεῖ ὡς μαθητής Του. Σάν τήν περίπτωση τοῦ ἀσώτου υἱοῦ πού ὄντως ἡ κατάστασή του λόγω τῆς ἀπομακρύνσεώς του ἀπό τόν Πατέρα του ἦταν κατάσταση ἀνυπαρξίας καί θανάτου. Νά ἀποθέσουμε λοιπόν τά ἔργα τοῦ σκότους σημαίνει νά πετάξουμε ἀπό πάνω μας κάθε τι πού ἀποτελεῖ κεντρί τοῦ θανάτου, κάθε τι πού μᾶς στερεῖ τήν ἰκμάδα τῆς ζωῆς.
- Πῶς θά γίνει αὐτό; Μέ ποιόν τρόπο μποροῦμε νά ξεφύγουμε ἀπό τά θανατερά αὐτά δίχτυα; Ὁ ἀπόστολος εἶναι σαφής καί κατηγορηματικός: μόνο μέ τή στροφή μας πρός τό φῶς. ῾᾽Ενδυσώμεθα τά ὅπλα τοῦ φωτός᾽. Μόνο μέ τό θετικό ξεπερνιέται τό ἀρνητικό. Τό σκοτάδι δέν… σκοτώνεται πυροβολώντας το. Κατά φυσικό τρόπο ἐξαφανίζεται, μόλις ἔρχεται τό φῶς. Ἡ νύχτα πάντα ὑποχωρεῖ, μόλις ξεπροβάλλει ἡ αὐγή καί ὁ ἥλιος. ῎Ετσι καί τό σκότος τῆς ἁμαρτίας ἐξαφανίζεται, μόλις ὁ ἄνθρωπος στραφεῖ πρός τό φῶς τό πνευματικό, πρός τόν Ἥλιο τῆς Δικαιοσύνης, τόν Κύριο ᾽Ιησοῦ Χριστό. Καί στροφή πρός τό φῶς σημαίνει ἔνδυση τοῦ ᾽Ι. Χριστοῦ, ὅπως τό λέει καί ὁ ἴδιος ὁ ἀπόστολος: ῾᾽Ενδύσασθε τόν Κύριον ᾽Ιησοῦ Χριστόν᾽.
Πῶς νά ντυθῶ ὅμως τόν Χριστό, τόν ῾Οποῖο ἤδη ἔχω ἐνδυθεῖ διά τοῦ ἁγίου βαπτίσματός μου; Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ἔχει ἀποκαλύψει ὅτι ῾ὅσοι εἰς Χριστόν ἐβαπτίσθητε, Χριστόν ἐνεδύσασθε᾽. Πῶς λοιπόν νά ντυθῶ τό ἴδιο ἔνδυμα μέ τό ὁποῖο ἤδη εἶμαι καλυμμένος; Γιά μᾶς τούς Χριστιανούς λοιπόν πού εἴμαστε ἐνδεδυμένοι τόν Κύριο, ἡ προτροπή τοῦ ἀπ. Παύλου πρέπει νά ἐννοηθεῖ ὡς ἐπανεύρεση τοῦ ἐνδύματός μας. Καί μετά τό βάπτισμα δυστυχῶς ἁμαρτάνουμε. Ἡ ἀμέλειά μας μᾶς κάνει νά ξεφτίζουμε αὐτό πού πάντα ἔπρεπε νά διατηρεῖται καινούργιο. ῎Αρα ντύνομαι τόν Χριστό σημαίνει, γιά μένα τόν βαπτισμένο, ζωή μετάνοιας. Καλοῦμαι νά ζῶ ἐν μετανοίᾳ, γιά νά καθαρίζω τό ἔνδυμα πού ἔλαβα στό βάπτισμα. Γι᾽ αὐτό ἄλλωστε οἱ Πατέρες μας χαρακτηρίζουν τήν μετάνοια ὡς ἀνανέωση τοῦ βαπτίσματος καί δεύτερο βάπτισμα. Σταματῶ λοιπόν νά εἶμαι στό σκοτάδι, ὅταν παίρνω τό δρόμο τῆς μετάνοιας, μέ τήν ὁποία καί πάλι ξαναβρίσκω τόν ἀληθινό μου ἑαυτό, τό φῶς πού μέ πλημμύρισε τήν ἡμέρα τῆς ἀναγεννήσεώς μου μέ τήν ἔνταξή μου στήν ᾽Εκκλησία.
- Κι αὐτή ἡ ἐπανεύρεση τοῦ ἐνδύματος διά τῆς μετανοίας εἶναι ζωή δύναμης καί ἐξουσίας. Γιατί, λέει, ῾ἐνδύσασθε τά ὅ π λ α τοῦ φωτός᾽. Τό φῶς τοῦ Χριστοῦ μᾶς δίνει ὅπλα καί φανερώνει τήν ἐξουσία πού λάβαμε ὡς τέκνα πιά Θεοῦ. ῾Ὅσοι ἔλαβον τόν Χριστόν ἔδωκεν αὐτοῖς τήν ἐξουσίαν τέκνα Θεοῦ γενέσθαι᾽. Ποιά εἶναι αὐτά τά ὅπλα; Εἶναι ἡ πανοπλία τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, ἡ πανοπλία τοῦ Σταυροῦ. Ὁ ὑμνογράφος τῆς ᾽Εκκλησίας μας, βασισμένος σέ ἀνάλογη περιγραφή τοῦ ἀπ. Παύλου, θά ἀναγγείλει: ῾Τό στάδιον τῶν ἀρετῶν ἠνέωκται. Οἱ βουλόμενοι ἀθλῆσαι εἰσέλθετε…Καί ἀναλαβόντες τήν πανοπλίαν τοῦ Σταυροῦ, τῷ ἐχθρῷ ἀντιμαχησώμεθα, ὡς τεῖχος ἄρρηκτον κατέχοντες τήν πίστιν, καί ὡς θώρακα τήν προσευχήν, καί περικεφαλαίαν τήν ἐλεημοσύνην. ᾽Αντί μαχαίρας τήν νηστείαν, ἥτις ἐκτέμνει ἀπό καρδίας πᾶσαν κακίαν᾽. (Τό στάδιο τῶν ἀρετῶν ἔχει ἀνοίξει. Ὅσοι θέλετε νά ἀγωνιστεῖτε εἰσέλθετε… Καί ἀφοῦ φορέσαμε τήν πανοπλία τοῦ Σταυροῦ, ἄς πολεμήσουμε τόν ἐχθρό, ἔχοντας τήν πίστη σάν στέρεο τεῖχος καί σάν θώρακα τήν προσευχή καί περικεφαλαία τήν ἐλεημοσύνη. Στήν θέση τοῦ μαχαιριοῦ τήν νηστεία, ἡ ὁποία βγάζει ἀπό τήν καρδιά κάθε κακία).
γ. Πίστη, προσευχή, ἀγάπη κι ἐλεημοσύνη, νηστεία: νά τά ὅπλα τῆς πνευματικῆς μας πανοπλίας, μέ τά ὁποῖα καλούμαστε νά βαδίσουμε κατά τήν εὐλογημένη περίοδο τῆς Μ. Σαρακοστῆς, ἀλλά καί καθ᾽ ὅλη τήν ζωή μας. Δέν ἔχουμε παρά νά συναισθανθοῦμε τήν ἐξουσία πού μᾶς ἔχει δοθεῖ καί νά τήν ἐνεργοποιήσουμε. Τό τέλος προβάλλει ἐμπρός μας λαμπρό καί γεμάτο χάρη: ἡ συμμετοχή μας στήν ᾽Ανάσταση, ἡ πληρότητα τῆς ἔνταξής μας στήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, τήν ἀληθινή πατρίδα μας!