«Αὐτός ὁ νέος ἱερομάρτυρας τοῦ Χριστοῦ Φιλούμενος καταγόταν ἀπό τή νῆσο Κύπρο, ἀπό κάποιο χωριό τῆς ἐπισκοπῆς Μόρφου, Ὀροῦντα στό ὄνομα. Γεννήθηκε ἀπό γονεῖς εὐσεβεῖς, τόν Γεώργιο καί τή Μαγδαληνή, κατά τό ἔτος 1913. Ἐπειδή ἀπό παιδί ἀγαποῦσε τήν ἡσυχία καί τή μοναχική ζωή, ἀναχώρησε σέ ἡλικία 14 ἐτῶν μαζί μέ τόν ἀδελφό του Ἀλέξανδρο καί πῆγε στό Σταυροβούνιο. Ἐκεῖ παρέμεινε στό μοναστήρι τῆς περιοχῆς καί ὑποτάχτηκε στόν γέροντα Βαρνάβα γιά πέντε χρόνια. Ἀναχώρησε ἔπειτα ἀπό τή Μονή καί πῆγε, μαζί καί πάλι μέ τόν ἀδελφό του, στά Ἱεροσόλυμα. Ἔζησε πιά ἐκεῖ, ἔλαβε τό σχῆμα τό μοναχικό καί χειροτονήθηκε ἱερέας. Μετά ἀπό λίγα ἔτη, ἔλαβε καί τό ὀφφίκιο τοῦ ἀρχιμανδρίτη. Ὁ μακάριος αὐτός παρέμεινε στήν ἁγία Γῆ σαράντα πέντε ἔτη, ἀφοῦ φύλαξε μέ ἀκρίβεια τούς κανόνες καί τίς συμβουλές πού ἔλαβε ἀπό τούς πρώτους πνευματικούς του πατέρες στό Σταυροβούνιο. Ὑπηρετοῦσε σέ διάφορα προσκυνήματα καί διορίστηκε, τελευταία φορά, στό Φρέαρ τοῦ Ἰακώβ. Ἐκεῖ ἔλαβε ὁ ἀοίδιμος, κατά τό ἔτος 1979, καί τό στεφάνι τοῦ μαρτυρίου, ἀφοῦ τόν σκότωσαν μέ πέλεκυ κάποιοι Ἑβραῖοι Σιωνιστές. Μετά τό μαρτύριο τοῦ ἁγίου, τό σῶμα του παρέμεινε γιά κάποιες ἡμέρες εὔκαμπτο, ἐνῶ κατά τήν ἀνακομιδή του, μετά ἀπό τέσσερα ἔτη, βρέθηκε ὅλος ἄφθαρτος καί νά εὐωδιάζει, σέ ἔνδειξη τῆς παρρησίας πού βρῆκε ἀπό τόν Θεό. Μετά ἀπό αὐτό τό θαυμαστό γεγονός, τό σκήνωμα τοῦ μάρτυρα τοποθετήθηκε στήν ἁγία Σιών, στόν ἐκεῖ εὑρισκόμενο ναό, καί ἐπιτελεῖ πολλά θαύματα σέ ὅσους τόν ἐπικαλοῦνται μέ πίστη».
Ὁ ἅγιος νέος ἱερομάρτυς τῆς Ἐκκλησίας Φιλούμενος μπορεῖ νά σχετίζεται ἰδιαιτέρως μέ τήν Ἐκκλησία τῆς Κύπρου καί τῶν Ἱεροσολύμων, ὅμως ἀποτελεῖ καύχημα καί καλλώπισμα ὅλης τῆς ἀνά τήν Ὑφήλιο Ἐκκλησίας. Διότι ἡ Ἐκκλησία ὡς σῶμα Χριστοῦ εἶναι μία καί ἑνιαία ὅπου γῆς, διότι ἀκριβῶς Ἕνας εἶναι ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός πού ἀποτελεῖ τήν παναγία κεφαλή της, συνεπῶς ὅ,τι συμβαίνει σέ μία τοπική φανέρωσή της ἔχει διαστάσεις οἰκουμενικές, κι ἀκόμη περισσότερο, ἀφοῦ ἀναφέρεται καί σ’ αὐτόν τόν κόσμο τῆς θριαμβεύουσας Ἐκκλησίας, στόν κόσμο τῶν ἁγίων ἀγγέλων καί ὅλων τῶν ἁγίων. Ἐπανειλημμένως ὁ καλός ὑμνογράφος τῆς ἀκολουθίας τοῦ νέου ἁγίου Δρ. Χαράλαμπος Μπούσιας ἐπισημαίνει τή διάσταση αὐτή: Ὁ ἅγιος ἀποτελεῖ «τῆς Ὀρούντης ἐκβλάστημα νήσου Κύπρου, καλλώπισμα καί τῆς Ἐκκλησίας τῆς Σιωνίτιδος», ἀλλά «φωτίζει τήν ὁμήγυρη τῶν Ὀρθοδόξων τῆς ὑφηλίου» (στιχ. μικρ. ἑσπερ.). Καί ἐπίσης: «εἶδε τό φῶς τοῦ ἥλιου στήν Ὀροῦντα τῆς Κύπρου, ἀλλά ἐξέλαμψε στόν κόσμο μέ τίς ἀκτίνες τῆς εὐσέβειας καί τῆς ἀρετῆς καί τῆς ἄριστης ἄθλησης» (στιχ. ἑσπερ.). Καί σπεύδει βεβαίως ὁ ὑμνογράφος νά τονίσει γιά τόν ἅγιο Φιλούμενο ὅ,τι εἶχε ἐπισημάνει καί ὁ νεώτερος Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας ἅγιος Νικόδημος ὁ ἁγιορείτης ὅταν ἔγραφε γιά τούς νεομάρτυρες τῆς πίστεως στό Μαρτυρολόγιό του: ὅτι οἱ νέοι αὐτοί ἅγιοι δέν ὑπολείπονται σέ τίποτε ὡς πρός τούς παλαιούς μεγάλους μάρτυρες, γιατί τόν ἴδιο μ’ ἐκείνους ἀγώνα ἐπέδειξαν καί τά ἴσα γι’ αὐτό βραβεῖα ἔλαβαν ἀπό τόν στεφανοδότη Κύριο. «Φιλούμενε, συναγωνίστηκες μέ τούς κόπους τοῦ μαρτυρίου σου μέ τούς παλαιούς μάρτυρες, γι’ αὐτό κι ἔγινες μέτοχος τῶν ἴσων βραβείων μ’ ἐκείνους» (λιτή). «Φιλούμενε, ἀφοῦ ἔλαβες τά βραβεῖα τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν συναγάλλεσαι μαζί μέ τούς ὁσίους ἱερεῖς καί τούς μάρτυρες» (δοξαστικό ἑσπερ.).
Τό ἰσάξιο καί τό ἰσότιμο τοῦ μαρτυρίου τοῦ ἁγίου Φιλουμένου πρός τό μαρτύριο τῶν παλαιῶν μεγάλων μαρτύρων καταφαίνεται, κατά τόν σπουδαῖο ὑμνογράφο, καί ἀπό τό γεγονός ὅτι καί στίς δύο περιπτώσεις ποιητικό αἴτιο τοῦ μαρτυρίου ὑπῆρξε ἡ σφοδρή ἀγάπη πρός τόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό. Ἄν τιμῶνται τόσο πολύ οἱ μάρτυρες στήν Ἐκκλησία μας, εἶναι γιατί ἐκεῖνο πού τούς ὁδήγησε πρός αὐτό δέν ἦταν ἁπλῶς ἕνας ἰδεολογικός ψυχαναγκασμός ἤ ἕνας ἐγωϊσμός τοῦ τύπου «τό ‘πα καί θά τό κάνω», ἀλλά ὁ πόθος καί ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Δέν παύει ὁ ὑμνογράφος νά μᾶς λέει ὅτι ὁ ἅγιος Φιλούμενος χαρακτηριζόταν ἀπό τή μεγάλη αὐτή ἀγάπη, καί μάλιστα «παιδιόθεν». «Ὁ θεοφόρος Φιλούμενος ἀποτελεῖ τόν πολύφωτο πυρσό τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ» σημειώνει ἀπό τή μία (στιχ. ἑσπ.), «ἀπό παιδί αὐτός διψοῦσε τήν ἀγάπη καί τή δικαιοσύνη τοῦ Κυρίου» (δοξαστικό ἑσπ.), ὅπως καί ἦταν «τοῦ Ὑψίστου ὁ γνησιότατος φίλος» (ἀπολ.) καί «αὐτός πού ἀγάπησε τόν Κύριο παραπάνω ἀπό τόν ἑαυτό του καί ἀπό ὅλα τά προσφιλῆ καί τά ρέοντα τοῦ βίου αὐτοῦ» (δοξαστικό ἑσπερ.) ἐπισημαίνει ἀπό τήν ἄλλη.
Ἡ ἀγάπη πρός τόν Χριστό ὅμως δέν ἔρχεται, πλήν σπανίων ἴσως περιπτώσεων, κατά αὐτοματικό τρόπο. Ξεκινᾶ ἀπό τήν ἕλξη πού ἀσκεῖ πάνω στήν ψυχή ὁ ἴδιος ὁ Θεός Πατέρας, ἀλλά ἀναπτύσσεται καί ἐξελίσσεται μέσα ἀπό τούς κόπους τῆς ἄσκησης τῆς καθημερινῆς ζωῆς. Καί ὁ κατεξοχήν τόπος, ὄχι ἀσφαλῶς ὁ μόνος, πού καλλιεργεῖται αὐτή ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ πού μπορεῖ νά φθάσει μέχρι καί τή θυσία τοῦ μαρτυρίου τοῦ αἵματος, εἶναι τό μοναστήρι. Αὐτό βλέπουμε καί στόν ἅγιο Φιλούμενο. Ἡ ἀγάπη του πρός τόν Χριστό τόν ὁδήγησε σέ πρώτη φάση στό εὐλογημένο μοναστήρι τοῦ Σταυροβουνίου στήν Κύπρο – στό μοναστήρι πού ἵδρυσε ἡ ἁγία Ἑλένη καί στό ὁποῖο, (γι’ αὐτό καί εἶναι ἀφιερωμένο στόν Τίμιο Σταυρό), ὑπάρχει τεμάχιο τοῦ Σταυροῦ τοῦ Κυρίου. Ἐκεῖ λοιπόν ἀσκήθηκε ὡς ἔφηβος ἀκόμη ὁ νεαρός Φιλούμενος μαζί μέ τόν ἀδελφό του Ἐλπίδιο, διακρινόμενος γιά τήν ἀπόλυτη ὑπακοή του στόν Γέροντά του καί γιά τή θεάρεστη καθ’ ὅλα διαγωγή του, τήν εὐσέβεια καί τή σεμνότητά του. «Ἐγκατέλειψες τό πατρικό σπίτι σου καί προσήλθες, θεοφόρε Φιλούμενε, μαζί μέ τόν ἀδελφό σου, στό Σταυροβούνι, στό ὁποῖο διακρίθηκες ὡς πυξίδα ὑπακοῆς καί ὡς κρηπίδα θεάρεστης διαγωγῆς, εὐσέβειας καί σεμνότητας» (στιχ. ἑσπερ.). Ἐκεῖ δηλαδή «διδάχτηκε τήν ὑπακοή καί τή νήψη» (στιχ. ἑσπ.) κι «ἔγινε τό πρότυπο τῆς μοναχικῆς ζωῆς» (ὠδή α΄).
Ὁ ὑμνογράφος μας μάλιστα δέν παραλείπει νά ὑπογραμμίσει κάτι πού προκαλεῖ ἰδιαιτέρως τή συγκίνηση τῶν πιστῶν, ὅταν μάλιστα αὐτοί διαπνέονται ἀπό τήν ἀγάπη τους καί γιά τόν ὅσιο Πορφύριο τόν Καυσοκαλυβίτη. Ὁ ἅγιος Φιλούμενος, γράφει, «ἄφησε μέ σοφό τρόπο ὅλα τά εὐχάριστα τοῦ κόσμου τούτου, ὅπως ἔκανε ἀπό παλιά καί ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Καλυβίτης, τόν ὁποῖο αὐτός εἶχε ὡς πρότυπο βίου» (αἶνοι). Καί ὁ ἅγιος Φιλούμενος δηλαδή καί ὁ ὅσιος Πορφύριος ὄχι μόνο ἀπό μικρά παιδιά θέλχθηκαν ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά εἶχαν καί οἱ δύο τό ἴδιο πρότυπο, τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Καλυβίτη. Τόν βίο τοῦ ἁγίου Ἰωάννου δέν διάβαζε ἀπό παιδί καί ὁ μεγάλος ὅσιος Γέροντας Πορφύριος καί αὐτός δέν τοῦ κέντρισε τήν ἀγάπη τῆς πλήρους ἀφιέρωσης πρός τόν Θεό; Ἴδια ἐποχή, ἴδια ἀγάπη, μεγάλα χαρίσματα, στέφανοι ἀπό τόν Κύριο. Προφανῶς, μαζί καί ἀγάλλονται στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
Ἡ μεγάλη ἀγάπη τοῦ ἁγίου Φιλουμένου πρός τόν Χριστό τόν φέρνει μέ τή σύμφωνη γνώμη τῶν Γερόντων τῆς Μονῆς Σταυροβουνίου στά ἅγια χώματα τῆς Ἱερουσαλήμ. Ἐκεῖ, στήν ἁγιοταφική ἀδελφότητα, ἀποφασίζει νά ζήσει καί νά πεθάνει ὡς ἀκόλουθος τῶν ἰχνῶν τοῦ Κυρίου. Καταλήγει στό προσκύνημα παρά τό φρέαρ τοῦ Ἰακώβ, κι ἐκεῖ ὁ Χριστός τόν χαριτώνει μέ τό μεγάλο χάρισμα τοῦ μαρτυρίου. «Ἡμῖν ἐχαρίσθη τό ὑπέρ Χριστοῦ οὐ μόνον τό εἰς Αὐτόν πιστεύειν, ἀλλά καί τό ὑπέρ Αὐτοῦ πάσχειν» (ἀπ. Παῦλος). Πολλά τροπάρια τῆς ἀκολουθίας πιά εἶναι ἀφιερωμένα ἀκριβῶς στόν ἐκεῖ τόπο τῆς διακονίας καί τοῦ μαρτυρίου του. «Ἔφτασες στό θεῖο τάγμα τοῦ Ἁγίου Τάφου, θεσπέσιε πάτερ, ποθώντας πανευλαβῶς νά διακονήσεις στά ἱερά προσκυνήματα κατά τούς ἔσχατους χρόνους, καί νά βαδίσεις στά βήματα τοῦ Παντοκράτορα Ἰησοῦ» (αἶνοι). Καί ὁ Χριστός τόν χαριτώνει μέ τό μαρτύριο, πού ὁ ὑμνογράφος τό θεωρεῖ ὡς μετοχή στό Πάθος τοῦ ἴδιου τοῦ Κυρίου, ἀλλά καί ὡς συνέχεια τοῦ μαρτυρίου τοῦ ἁγίου Ζαχαρίου, τοῦ πατέρα τοῦ ἁγίου Προδρόμου. «Ὑπέμεινες ἀπό ἄνομα χέρια τά θανατηφόρα τραύματα τοῦ πέλεκυ, ὡς ἄμωμος ἀμνός κι ἐσύ καί θειότατο σφάγιο, παρά τό πανάγιο φρέαρ τοῦ Ἰακώβ, μιμούμενος τό Πάθος τοῦ Σταυρωθέντος Χριστοῦ τοῦ Παντοκράτορος, κατά τά ἔσχατα χρόνια» (στιχ. ἑσπερ.). «Σφαγιάστηκες μεταξύ τοῦ Φρέατος τοῦ Ἰακώβ καί τοῦ Θυσιαστηρίου, ὅπως παλιά καί ὁ Ζαχαρίας, καί πρόσφερες ἔτσι τόν ἑαυτό σου ὡς ἱερό σφάγιο στόν Χριστό» (λιτή).
Ἡ ὥρα τοῦ μαρτυρικοῦ τέλους τοῦ ἁγίου Φιλουμένου, ἡ ὥρα τῆς σφαγῆς του, γίνεται γιά τόν ὑμνογράφο ἀντικείμενο ξεχωριστῆς ἀναφορᾶς. Ὁ ἅγιος «φονεύτηκε μέ τόν σκληρό τρόπο τοῦ πελεκισμοῦ του κατά τήν ὥρα τῆς ἑσπερινῆς προσευχῆς, κι ἔτσι ἀνέβηκε τροπαιοῦχος στόν Χριστό πού ποθοῦσε» (λιτή). Γιά νά προχωρήσει ὁ εὐλαβής ὑμνογράφος μέ μία εἰκόνα πού καί μόνη αὐτή θά ἀποκάλυπτε τό σπουδαῖο ποιητικό του χάρισμα. Παραθέτουμε σέ μετάφραση ὁλόκληρο τό τροπάριο ἀπό τούς αἴνους: «Μόνος στό φρέαρ τοῦ Ἰακώβ, πανσεβάσμιε, ἀναπέμποντας δόξα στόν Δημιουργό καί Παντοκράτορα Θεό, καταπληγώθηκες, μακάριε, μέ πολύ θρασύ τρόπο ἀπό τόν πέλεκυ τῶν μισοχρίστων καί κατακοκκίνισες τή στολή τῆς ἱερωσύνης σου ἀπό τή ροή τῶν αἱμάτων σου, μέ ἀποτέλεσμα νά τρέξεις νά ἀναγνώσεις τό «ἑσπέρας προκείμενον» στά οὐράνια δώματα» (αἶνοι). Σάν σκηνοθέτης ὁ ὑμνογράφος ἐπικεντρώνει τόν φακό του σκηνή-σκηνή στό μαρτυρικό τέλος. Τά κτυπήματα τοῦ θράσους, τό αἷμα πού χύνεται καί κοκκινίζει τήν ἱερατική στολή, ἀλλά καί τό βάθος πού μόνο ἡ πίστη μπορεῖ νά τό ἐπισημάνει: ὁ ἅγιος δέν σταματᾶ τή δέηση. Ὁ ἑσπερινός συνεχίζεται λαμπρῶς καί θαυμαστῶς πιά στό ἄνω θυσιαστήριο, μαζί μέ τούς ἁγίους καί τούς ἀγγέλους. «Ἑσπέρας προκείμενον», δέν διακόπτει ὁ ἅγιος μάρτυρας, «Σοφία, πρόσχωμεν», σάν νά ἀκοῦμε πιά ἀπό τήν οὐράνια χορωδία.
Κι αὐτήν τή χαρισματική σκηνή τήν προεκτείνει ὁ ὑμνογράφος μας: ὁ ἅγιος «σάν ἕτοιμος ἀπό καιρό», δέν φοβᾶται τούς ἄνομους. Πεπληρωμένη ἡ καρδιά του ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, ἡ ὁποία «ἔξω βάλλει τόν φόβον» (ἅγ. Ἰωάννης Θεολόγος), μέ θάρρος καί τόλμη πού φανερωνόταν ἤδη ἀπό τή στάση του καί στίς παλαιότερες ἀπειλές τῶν μισοχρίστων, ἀντιμετωπίζει παρομοίως καί τά τελικά κτυπήματα. «Εἶχες τή δύναμη, Φιλούμενε, τοῦ Κυρίου, πού παρέχει τά γεμάτα ζωή νάματα, γι’ αὐτό καί δέν φοβήθηκες καθόλου τίς ἀπειλές τῶν ἐχθρῶν τῆς πίστεως» (ὠδή στ’). Κι ἀκόμη: ἐν πνεύματι, μᾶς ὑπενθυμίζει ὁ ὑμνογράφος, ὁ ἅγιος φανερώθηκε στόν ἀδελφό του, εὑρισκόμενο στό Ἅγιον Ὄρος, γιά νά τοῦ πεῖ τό τί διαδραματίζεται τήν ὥρα τοῦ μαρτυρίου του. «Σέ ὑμνοῦμε, ἱερόαθλε Φιλούμενε, καί γιά τό ὅτι φανερώθηκες στόν ἀδελφό σου πού βρισκόταν στό Ἅγιον Ὄρος, καί τοῦ εἶπες τό ἱερό σου μαρτύριο στόν τόπο ἐκεῖνο» (ὠδή στ΄). (Κατά ἀκρίβεια, σύμφωνα μέ τά λόγια τοῦ ἴδιου τοῦ μακαριστοῦ καί αὐτοῦ Γέροντος π. Ἐλπιδίου, διδύμου ἀδελφοῦ τοῦ ἁγίου: “ἀδελφέ μου, μέ σκοτώνουν πρός δόξαν Θεοῦ. Μην αγανακτήσεις”).
Ἡ παρρησία πού ἀπέκτησε ὁ ἅγιος ἐνώπιον τοῦ Κυρίου πιά ἀποτελεῖ τή συνέπεια τῆς ὅλης ἀγιασμένης βιοτῆς του, ἐνῶ φανερώθηκε περίτρανα, κατά τόν ὑμνογράφο του, καί ἀπό τήν ἀφθαρσία καί εὐωδία τοῦ λειψάνου του, ἀλλά καί ἀπό τά πολλά πιά θαύματά του (ὠδή η΄ κ.ἀ.). Ὁ Κύριος θέλησε ὁ ἅγιος Φιλούμενος νά εἶναι ἕνας ἀκόμη πρεσβευτής τῶν ἀνθρώπων ἐνώπιόν Του, γι’ αὐτό καί ὅσοι τόν ἐπικαλοῦνται βλέπουν ἄμεσα τήν ἰαματική ἐπέμβασή του. Εἶναι πολύ ὡραῖος ὁ χαρακτηρισμός μάλιστα πού χρησιμοποιεῖ ὁ ὑμνογράφος γιά τούς πιστούς πού καταφεύγουν σ’ αὐτόν: «πρόσφυγες» – κάτι πού ἴσως πρέπει νά μᾶς δώσει τήν εὐκαιρία νά βλέπουμε καί τούς πρόσφυγες γενικά τῶν χειμαζομένων χωρῶν μέ «ἄλλο μάτι». «Ὅσοι γιορτάζουμε τή μνήμη τῆς τελειώσεώς σου, δοξασμένε Φιλούμενε,… κραυγάζουμε: ἀπό τόν οὐρανό πού βρίσκεσαι σκέπε καί διάσωζε ἀπό κάθε ἀνάγκη «σούς πρόσφυγας», ἐμᾶς πού προσφεύγουμε σέ σένα» (ὠδή θ΄).
π. Γ. Δ.
ΠΗΓΗ: ΑΚΟΛΟΥΘΕΙΝ