Ευαγγέλιο Κυριακής, Κατά Λουκά ΙΔ'(14) 16-24
ὁ δέ εἶπεν αὐτῷ· ἄνθρωπός τις ἐποίησε δεῖπνον μέγα καί ἐκάλεσε πολλούς·
καί ἀπέστειλε τὸν δοῦλον αὐτοῦ τῇ ὥρᾳ τοῦ δείπνου εἰπεῖν τοῖς κεκλημένοις· ἔρχεσθε, ὅτι ἤδη ἕτοιμά ἐστι πάντα.
καί ἤρξαντο ἀπό μιᾶς παραιτεῖσθαι πάντες. ὁ πρῶτος εἶπεν αὐτῷ· ἀγρὸν ἠγόρασα, καὶ ἔχω ἀνάγκην ἐξελθεῖν καὶ ἰδεῖν αὐτόν· ἐρωτῶ σε, ἔχε με παρῃτημένον.
καὶ ἕτερος εἶπε· ζεύγη βοῶν ἠγόρασα πέντε, καὶ πορεύομαι δοκιμάσαι αὐτά· ἐρωτῶ σε, ἔχε με παρῃτημένον.
καὶ ἕτερος εἶπε· γυναῖκα ἔγημα, καὶ διὰ τοῦτο οὐ δύναμαι ἐλθεῖν.
καὶ παραγενόμενος ὁ δοῦλος ἐκεῖνος ἀπήγγειλε τῷ κυρίῳ αὐτοῦ ταῦτα. τότε ὀργισθεὶς ὁ οἰκοδεσπότης εἶπε τῷ δούλῳ αὐτοῦ· ἔξελθε ταχέως εἰς τὰς πλατείας καὶ ρύμας τῆς πόλεως, καὶ τοὺς πτωχοὺς καὶ ἀναπήρους καὶ χωλοὺς καὶ τυφλοὺς εἰσάγαγε ὧδε.
καὶ εἶπεν ὁ δοῦλος· κύριε, γέγονεν ὡς ἐπέταξας, καὶ ἔτι τόπος ἐστί.
καὶ εἶπεν ὁ κύριος πρὸς τὸν δοῦλον· ἔξελθε εἰς τὰς ὁδοὺς καὶ φραγμοὺς καὶ ἀνάγκασον εἰσελθεῖν, ἵνα γεμισθῇ ὁ οἶκος μου.
λέγω γὰρ ὑμῖν ὅτι οὐδεὶς τῶν ἀνδρῶν ἐκείνων τῶν κεκλημένων γεύσεταί μου τοῦ δείπνου.
Νεοελληνική Απόδοση
Η παραβολή του μεγάλου δείπνου
Εκείνος του είπε: «Κάποιος άνθρωπος έκανε μεγάλο δείπνο, και κάλεσε πολλούς
και απέστειλε το δούλο του την ώρα του δείπνου να πει στους καλεσμένους: Ελάτε, γιατί ήδη είναι όλα έτοιμα.
Και άρχισαν με μια γνώμη όλοι να αποποιούνται την πρόσκληση με δικαιολογίες. Ο πρώτος τού είπε: Αγόρασα ένα αγρό και έχω ανάγκη να εξέλθω να τον δω. σε παρακαλώ, θεώρησέ με δικαιολογημένο που θ’ απουσιάσω.
Και άλλος είπε: Αγόρασα πέντε ζεύγη βοδιών και πηγαίνω να τα δοκιμάσω. Σε παρακαλώ, θεώρησέ με δικαιολογημένο που θ’ απουσιάσω.
Και άλλος είπε: Γυναίκα νυμφεύτηκα και γι’ αυτό δε δύναμαι να έρθω.
Και παρουσιάστηκε ο δούλος και ανάγγειλε αυτά στον κύριό του. Τότε οργίστηκε ο οικοδεσπότης και είπε στο δούλο του: Έξελθε γρήγορα στις πλατείες και στα δρομάκια της πόλης και εισάγαγε εδώ τους φτωχούς και τους ανάπηρους και τους τυφλούς και τους χωλούς.
Και είπε ο δούλος: Κύριε, έχει γίνει αυτό που διέταξες, και ακόμα υπάρχει τόπος αδειανός.
Και ο Κύριος είπε προς το δούλο: Έξελθε στις οδούς και στους φράχτες και ανάγκασέ τους να εισέλθουν, για να γεμίσει ο οίκος μου.
Γιατί σας λέω ότι κανείς από εκείνους τους άντρες που ήταν καλεσμένοι δε θα γευτεί το δείπνο μου».